κάρπιμος

κάρπιμος
-η, -ο (Α κάρπιμος -ον)
1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.)
2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.)
αρχ.
1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κάρπιμα
α) τα καρποφόρα δένδρα
β) οι σιτοφόροι αγροί
3. φρ. «κάρπιμα πρῷα» — πρώιμοι καρποί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ιμος (πρβλ. γνώρ-ιμος, πλό-ιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάρπιμος — fruit bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπιμώτερον — κάρπιμος fruit bearing masc acc comp sg κάρπιμος fruit bearing neut nom/voc/acc comp sg κάρπιμος fruit bearing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρπιμον — κάρπιμος fruit bearing masc/fem acc sg κάρπιμος fruit bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπιμώτερα — κάρπιμος fruit bearing neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπιμώτεροι — κάρπιμος fruit bearing masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπίμοις — κάρπιμος fruit bearing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπίμου — κάρπιμος fruit bearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπίμους — κάρπιμος fruit bearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπίμων — κάρπιμος fruit bearing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπίμῳ — κάρπιμος fruit bearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”